ἀπαρατήρητος

English (LSJ)

not observed, IG22.1035.11 (i B.C.). Adv. ἀπαρατηρήτως = without precautions, Plb.3.52.7, 14.1.12, J.BJ4.3.3, Ph.Fr.105H.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indiscriminado χρῆσις IG 22.1035.11 (I a.C.), Basil.M.32.77A.
2 no observado, inadvertido μηδὲ τοῦτο ... ἀ. ἐάσῃς Origenes Comm.in Mt.14.4.
II 1astr. no observable ἀληθιναὶ (ἐπιτολαὶ) ἀθεώρητοί εἰσι καὶ ἀ. Gem.13.10.
2 astrol. en lo que no hay que observar precauciones especiales, sin cuidado, favorable (ὥρα τοῦ Ἡλίου) εἰς τὸ πλεῦσαι ἀ. Cat.Cod.Astr.11(2).131.18.
III adv. ἀπαρατηρήτως
1 sin precauciones, sin cuidados μένειν παρ' ἀλλήλοις Plb.14.1.12, cf. 3.52.7, I.BI 4.136, IP 8(3).37 (II d.C.), Origenes Io.10.34 (p.208.23)
sin reparar en gastos ἀλείψων Ramsay, Cities and Bishoprics 2.p.601.
2 sin observaciones o críticas, irreprochablemente ποιήσασα Didyma 314.10 (II d.C.), cf. Ph.Fr.p.105.

German (Pape)

[Seite 280] unbeobachtet, Ios.; – adv., ohne Vorsichtsmaßregeln, Pol. 3, 52. 14, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρατήρητος: -ον, ὁ μὴ παρατηρούμενος ἢ ὁ μὴ παρατηρηθείς, ὁ ἄνευ παρατηρήσεως Ὠριγέν. τ. 3. 619Β. 2) ὁ μὴ παρατηρῶν, ἀπρόσεκτος, Βασίλ. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 3. 52, 7., 14, 1, 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπαρατήρητος, -ον)
αυτός που διέφυγε την παρατήρηση των άλλων, που κανείς δεν τον είδε
νεοελλ.
αυτός που δεν του έγινε παρατήρηση, δεν τον επέπληξαν
αρχ.
επίρρ. ἀπαρατηρήτως
χωρίς προφύλαξη.