ἀπαταγί

English (LSJ)

Adv., (πάταγος) noiselessly, Suid.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἀπαταγῆ Zonar.117.28C.
silenciosamente Sud., Zonar.l.c.

German (Pape)

[Seite 281] ohne Lärm, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαταγί: ἐπίρρ., (πάταγος) ἄνευ πατάγου, θορύβου, «ἄνευ ψόφου», Σουΐδ.