ἀπεδέδεκτο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. de ἀποδέχομαι;
3ᵉ sg. pqp. ion. de ἀποδείκνυμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεδέδεκτο:
I 3 л. sing. ppf. к ἀποδέχομαι.
II ион. 3 л. sing. ppf. к ἀποδείκνυμι.