ἀπειθία

English (LSJ)

later for ἀπείθεια.

German (Pape)

[Seite 283] ἡ, = ἀπείθεια, Plut. Aem. P. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειθία: ἡ, = ἀπείθεια, Γλωσσ.