ἀπειλήτην

French (Bailly abrégé)

3ᵉ duel impf. épq. de ἀπειλέω.

Greek Monotonic

ἀπειλήτην: Επικ. αντί ἠπ-, γʹ δυϊκ. παρατ. του ἀπειλέω.