ἀπειρολογία

English (LSJ)

ἡ, (λόγος) interminable argument, S.E. P.2.151(pl.), prob. l. in Phld.Rh.1.7S.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ discusión interminable S.E.P.2.151.

German (Pape)

[Seite 285] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρολογία: ἡ, (λόγος) ἀπεραντολογία, ὑπερβολική πολυλογία, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 2. 151· ἀλλ’ ἀπειρόλογος, ον, ὁ μὴ πεπειραμένος εἰς τὸ λέγειν, μὴ ἐξησκημένος εἰς τὴν χρῆσιν λέξεων. Ἐπιφαν. Ὁμιλ. ἐν ἑορ. Βαΐων σ. 256, Εὐλόγ. 2921Α.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρολογία:бесконечная болтливость Sext.