ἀπεκτείνω

English (LSJ)

draw off, τῆς θερμασίας ἐν τοῖς ἀγγείοις ἀπεκταθείσης Gal.17(1).114.

Spanish (DGE)

extender τῆς ἐν τοῖς ἀγγείοις ... θερμασίας ἀπεκταθείσης Gal.17(1).114.

German (Pape)

[Seite 285] ausdehnen, ausspannen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεκτείνω: ἐκτείνω, τεντώνω, Ἀθανάσ. 1. 212C.