ἀπελευθεριάζω

English (LSJ)

to be free, act freely, -άζουσα κίνησις Ph.1.419, cf. 277; in bad sense, ὑπ' αὐθαδείας Id.2.31.

Spanish (DGE)

1 manumitir τὰν ... ἀπηλευθερια(σ)μέναν ὑπὸ Σωτηρίχου FD 3.388.4 (I a.C.).
2 ser libre, sin trabas ἀπελευθεριάζουσα κίνησις Ph.1.419, cf. 277.
3 ser libertino, comportarse desvergonzadamente ὑπ' αὐθαδείας Ph.2.31.

German (Pape)

[Seite 286] frei sein u. handeln, Sp., wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελευθεριάζω: εἶμαι ἐλεύθερος, πράττω τι ἐλευθέρως, Φίλων 1. 149, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύνομαι, ὁ αὐτ. 1. 277.