ἀπερικάθαρτος

English (LSJ)

[κᾰ], ον, unpurified, impure, LXX Le.19.23, Ph.1.346.

Spanish (DGE)

-ον
no purificado, impuro ὁ καρπός LXX Le.19.23, cf. Ph.1.346, ὁ δὲ ἀ. ἑαυτὸν περιιδών Origenes Princ.3.1.21, cf. Cyr.Al.M.70.1104B.

German (Pape)

[Seite 287] nicht ringsum gereinigt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερικάθαρτος: -ον, ὁ μὴ κεκαθαρμένος, ἀκάθαρτος, Ἑβδ. (Λευϊτ. ιθ΄, 23).