ἀπεριπλάνητος

English (LSJ)

[λᾰ], ον, without wandering or deviating, Id.1308.46.

Spanish (DGE)

-ον
que no se desvía, sin desviarse κατ' εὐθὺ τρέχων ἀ. Eust.1308.46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριπλάνητος: -ον, ἄνευ περιπλανήσεως ἤ παρεκβάσεως ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, Εὐστ. 1308. 46.

Greek Monolingual

ἀπεριπλάνητος, -ον (Μ)
αυτός που δεν περιπλανήθηκε, που δεν έχασε τον δρόμο του.