ἀπερισκεψία

German (Pape)

[Seite 288] ἡ, Unbesonnenheit, Schol. Ar. Th. 409.

Greek Monolingual

η
1. έλλειψη σύνεσης ή φρόνησης, αστοχασιά
2. απερίσκεπτη ή επιπόλαιη ενέργεια.