ἀπεσσύμεθα

English (LSJ)

ἀπερί-συτο, Ep. sync. aor. Pass. of ἀποσεύω.

Spanish (DGE)

v. ἀποσεύω.

Greek Monotonic

ἀπεσσύμεθα: -σῠτο, αʹ πληθ. και γʹ ενικ. του Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἀπο-σεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεσσύμεθα: эп. 1 л. pl. aor. 2 med. к *ἀποσεύω.