ἀπερί-συτο, Ep. sync. aor. Pass. of ἀποσεύω.
v. ἀποσεύω.
ἀπεσσύμεθα: -σῠτο, αʹ πληθ. και γʹ ενικ. του Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἀπο-σεύω.
ἀπεσσύμεθα: эп. 1 л. pl. aor. 2 med. к *ἀποσεύω.