ἀποσεύω

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσεύω Medium diacritics: ἀποσεύω Low diacritics: αποσεύω Capitals: ΑΠΟΣΕΥΩ
Transliteration A: aposeúō Transliteration B: aposeuō Transliteration C: aposeyo Beta Code: a)poseu/w

English (LSJ)

chase away, Nic.Th.77, AP9.642 (Agath.):—Pass., run away, flee,Hom. only in syncop.aor. 2 ἀπέσσυτο Il.6.390, etc.; ἀπεσσύμεναι θύγατρες B.10.82: also aor. ἀπεσσύθην [ῠ]Hes. Th. 183; ἀποσυθὲν αἷμα, haemorrhage, v.l. for ἀποχυθέν in Hp.Acut.(Sp.)29:—Med., = Act., ἀπεσσεύοντο γυναῖκας A.R.1.805.

Spanish (DGE)

• Morfología: [lacon. aor. ind. ἀπέσσυα X.HG 1.1.23, ép. med. ἀπέσσυτο Il.6.390, Hes.Th.859, pas. 3a plu. ἀπέσσυθεν Hes.Th.183]
I intr. en v. med.-pas.
1 salir corriendo, lanzarse τὸν ... ἀπεσσύμενον a él que se lanzaba, Il.4.521, cf. 15.572
c. gen. o adv. de lugar ἀπέσσυτο δώματος Ἕκτωρ τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις Il.6.390, ἀπεσσύμεναι Ἑλικῶνος de las Musas, Epic.Alex.Adesp.SHell.938.5, ἔνθεν ἀπεσσύμεναι Προίτου ... φεῦγον ... θύγατρες B.11.82
c. ac. de dir. salir corriendo, escapar ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ' ἐς μυχὸν ἄντρου Od.9.236, 396
euf. marcharse, morir Μίνδαρος ἀπέσσυα X.HG l.c.
2 de líquidos brotar, derramarse ῥαθάμιγγες ἀπέσσυθεν αἱματόεσσαι Hes.Th.183, ἀποσυθὲν αἷμα sangre que se derrama, hemorragia Hp.Acut.(Sp.) 29 (var.)
fuego φλὸξ δὲ κεραυνωθέντος ἀπέσσυτο τοῖο ἄνακτος una llamarada brotó del dios fulminado Hes.Th.859.
II tr. en v. act. echar, expulsar θηρί' ἀποσσεύει Nic.Th.77, ἀποσσεύει δ' ἄρα γαστήρ, ὁππόσα ... δέξατο λαυκανίη AP 9.642 (Agath.), μιαιφόνα φάρμακα Marc.Sid.52
en v. med. mismo sent. ἀπεσσεύοντο γυναῖκας A.R.1.805.

German (Pape)

[Seite 324] (s. σεύω), fortjagen, poet. ἀποσσεύω, Nic. Th. 77; Agath. 53 (IX, 642). – Pass., weglaufen, enteilen; Hom. ἀπέσσυτο Iliad. 6, 390 (δώματος). 15, 572 (αὖτις), ἀπεσσύμεθα Od. 9, 236 (ἐς μυχόν). 396, ἀπεσσύμενον Iliad. 4, 527; τινός Hes. Th. 859; sp. D., wie Opp. H. 2, 560; B. A. 422 ist ἀπέσσυα durch ἐξέλιπεν erkl.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσεύω: поэт. ἀποσσεύω
1 выталкивать, извергать (τι Anth.);
2 med. устремляться прочь, выбегать (ἀπέσσυτο δώματος Hom.; φλὸξ ἀπέσσυτο οὔρεος Hes.);
3 med. умирать (Μίνδαρος ἀπεσσούα или ἀπεσσύα дор. Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσεύω: ἀποδιώκω, Νικ. Θ. 77, Ἀνθ. Π. 9. 642: ― Παθ. ὁρμῶ ἔξω, ἀφορμῶ, ἀπέρχομαι τρέχων, Ὅμ., μόνον κατὰ συγκεκομμένον ἀόρ. β΄ ἀπέσσῠτο, ὁ δ’ ἀπέσσυτο δώματος Ἕκτωρ τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις Ἰλ. Ζ. 390, κτλ.· ὡσαύτως ἀόρ. ἀπεσσύθην [ῠ] Ἡσ. Θ. 183: ― Μέσ., = τῷ Ἐνεργ., ἀπεσσεύοντο γυναῖκας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805.

Greek Monolingual

ἀποσεύω (Α) σεύω
1. αποδιώκω, εκδιώκω
2. (-ομαι) φεύγω τρέχοντας, ορμώ προς τα έξω
3. φρ. «ἀποσυθὲν αἷμα» — αιμορραγία.

Greek Monotonic

ἀποσεύω: εκδιώκω, αποδιώχνω, σε Ανθ. — Παθ. με Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἀπέσσῠτο, αόρ. αʹ ἀπεσσύθην [ῠ], εξορμώ, απέρχομαι τρέχοντας, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

to chase away, Anth.:—Pass., with 3rd sg. epic aor2 ἀπέσσυτο, aor.1, to dart away, Il.