ἀπηξία
English (LSJ)
ἡ, (πήγνυμι) want of solidity, liability to flux, σώματος Ptol. Tetr.204; incapacity for sol)idification, Ar.Byz.Epit.15.9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de solidez, fluidez τοῦ σπέρματος Ar.Byz.Epit.15.9, σώματος Ptol.Tetr.4.10.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηξία: ἡ, (πήγνυμι) ἔλλειψις πήξεως, στερεότητος, τήν τε ὑγρότητα καὶ ἀπηξίαν τοῦ σώματος Πτολ. Τετράβ. 4, σ. 204D.