ἀπιτέον

English (LSJ)

(ἄπειμι B) one must go away, Hp.Ep.13, X.An.5.3.1, Amphis 1, Luc.Herm.82.

Spanish (DGE)

(ἀπῐτέον)
hay que ir, ἀπιτέον εἰς Ἄβδηράν μοι Hp.Ep.13, cf. X.An.5.3.1, Amphis 1, Luc.Herm.82.

German (Pape)

[Seite 292] man muß weggehen, Luc. Hermot. 82.

Russian (Dvoretsky)

ἀπιτέον: и ἀπιτητέον adj. verb. к ἄπειμι II.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπῐτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἄπειμι, δεῖ ἀπιέναι, πρέπει τις νὰ ἀπέλθῃ Ξεν. Ἀν. 5. 3,1, ἢ πρὸς ἄλλον ἀπιτέον Ἄμφις ἐν «Ἀθάμαντι» 1, 5, Λουκ. Ἑρμότ. 82.

Greek Monotonic

ἀπῐτέον: ρημ. επίθ. του ἄπειμι (εἶμι, Λατ. ibo), αυτό που πρέπει κάποιος να διώξει, σε Ξεν.