ἀποβόσκομαι

English (LSJ)

feed upon, καρπόν Ar.Av.749,1066.

Spanish (DGE)

alimentarse de καρπόν Ar.Au.749, 1066.

German (Pape)

[Seite 297] (s. βόσκω), abweiden, abfressen, καρπόν Ar. Av. 1066.

French (Bailly abrégé)

se repaître de, acc..
Étymologie: ἀπό, βόσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβόσκομαι: объедать, поедать (ἀμβροσίων μελέων καρπόν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβόσκομαι: ἀποθ., βόσκω ἐμαυτόν, τρώγω, τρέφομαι ἀπό τινος, ἀπεβόσκετο καρπὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 750. 1066.

Greek Monolingual

ἀποβόσκομαι (Α)
βόσκω, τρώγω.

Greek Monotonic

ἀποβόσκομαι: αποθ., τρώγω, τρέφομαι από, καρπόν, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Mid. to feed upon, καρπόν Ar.