ἀποδέκομαι

English (LSJ)

Ion., etc., for ἀποδέχομαι.

Spanish (DGE)

v. ἀποδέχομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀποδέχομαι.

German (Pape)

ion. = ἀποδέχομαι, Her.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδέκομαι: ион. = ἀποδέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀποδέχομαι.

Greek Monotonic

ἀποδέκομαι: Ιων. αντί ἀπο-δέχομαι.