ἀποδοτήρ

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, a giver back, repayer, Epich. 116.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
que paga, que restituye πολλοὶ στατῆρες, ἀποδοτῆρες οὐδαμεῖ Epich.63.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀποδίδων, ὁ ἀποτίνων, πληρώνων τὴν ὀφειλὴν αὐτοῦ, Ἐπίχ. 79 Ahr.: - ὡσαύτως ἀποδότης, ου, ὁ, ὁ ἀνταποδότης.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Wiedergeber, Epicharm. EM. 725.25.