ἀποθανετέον
English (LSJ)
(ἀποθνῄσκω) one must die, Arist.EN1110a27.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀποθανητέον Origenes Cels.8.26
es preciso morir παθόντι τὰ δεινότατα Arist.EN 1110a27, cf. Origenes l.c.
German (Pape)
[Seite 302] man muß sterben, Arist. Nicom. 3, 1, 8, v.l. -θανητέον u. -θνητέον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθᾰνετέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποθνήσκω, πρέπει νὰ ἀποθάνῃ τις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 8, Βεκκ. (ἄλλη γραφ. -θανατέον ἢ -θνητέον). Παρ’ Ὠριγένει ἔχομεν ἀποθανητέον, -θνητέον, κατὰ Κέλσ. 8. 394, 406.