ἀποκίδναμαι
English (LSJ)
spread abroad from a place, A.R.4.133, Arat.735, D.P.48.
Spanish (DGE)
(ἀποκίδνᾰμαι)
extenderse a partir de un punto de un río, A.R.4.133, πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή Arat.735, cf. D.P.48, ἱερὴ δ' ἀποκίδναται ὀδμή Simm.(?) en PMich.139.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκίδναμαι: παθ., ἀποσκεδάννυμαι, διασκορπίζομαι ἀπό τινος, ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγὴ Ἄρατ. 735, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 133.
Greek Monolingual
ἀποκίδναμαι (Α) κίδναμαι
παθ. διασκορπίζομαι.