ἀποκαρτέον

English (LSJ)

(ἀποκείρω) one must clip off, Eup.400.

Spanish (DGE)

hay que cortar Eup.400.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαρτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀποκείρω, πρέπει τις ν’ ἀποκείρῃ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 97.

German (Pape)

(ἀποκείρω) man muß abscheren.