v. ἀποκλείω: later ἀποκλήζω, IG3.900.
[Seite 307] ion. = αποκλείω, Her.
ion. c. ἀποκλείω.
ἀποκληΐω: Ἰων. ἀντὶ ἀποκλείω· ὡσαύτως ἀποκλῄζω, Συλλ. Ἐπιγρ. 434.
ἀποκληΐω: ион. = ἀποκλείω.