ἀποκολλάω
English (LSJ)
unglue, dissolve, Gal.18(1).481 (Pass.): metaph., σῶμα διαλυόμενον ἤδη καὶ ἀποκολλώμενον, Eun.Hist.p.264D.; strip off, τί τινος Eust.854.33.
Spanish (DGE)
1 deshacer, despegar εἰ ... ἰσχυρότερόν τε εἴη ὃ ἀποκολλᾶται Gal.18(1).481
•en v. med.-pas. ἀποκολλήθητι ἐκ τοῦ τόπου dicho de una esfinge en relieve A.Andr.et Matt.13
•fig. caerse a pedazos τό γε σῶμα διαλυόμενον ἤδη καὶ ἀποκολλώμενον Eun.Hist.69.2.
2 arrancar τῶν πλευρῶν τὴν ἐπιπολήν Eust.854.33.
German (Pape)
[Seite 307] losleimen; med., aus dem Leim gehen, neben διαλύομαι, Sp., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκολλάω: «ξεκολλῶ», διαχωρίζω, διαλύω, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Φράβιδος, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch 82: ἀφαιρῶ τι, ἀποσπῶ, τί τινος Εὐστ. 854. 33.