ἀποκοπτός

English (LSJ)

ἀποκοπτή, ἀποκοπτόν, severed from others, special, νίκη Eust. 1468.3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν tajante, rotundo νίκη Eust.1468.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοπτός: -ή, -όν, νίκη ἀποκοπτή, μεγάλη νίκη, Εὐστ. 1468. 3, πρβλ. Κωνσταντῖν. π. Βασ. Ταξ. 42C.

Greek Monolingual

ἀποκοπτός, -όν (Μ)
ιδιαίτερος, ξεχωριστός.