ἀποκρεμάζω

English (LSJ)

= ἀποκρεμάννυμι, Suid. s.v. Ὑπέρβολον.

Spanish (DGE)

colgar tr. βάρος ἀπὸ τῶν τραχήλων ἀπεκρέμαζον Sud.s.u. ὑπέρβολον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρεμάζω: ἀποκρεμάννυμι, μόνον παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ὑπέρβολον.