ἀποληπτέον

English (LSJ)

one must admit, one must accept, κριτήριον τὴν φαντασίαν (nisi leg. ἀπολειπτέον, cf. ἀπολείπω 1.4) S.E.M.7.388.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποληπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 388.

Russian (Dvoretsky)

ἀποληπτέον: adj. verb. к ἀπολαμβάνω.