(AM ἀπολυτρῶ, ἀπολυτρόω)απελευθερώνω κάποιον καταβάλλοντας τα απαιτούμενα λύτρανεοελλ.απαλλάσσω κάποιον από ψυχικές δοκιμασίες, σώζωμσν.γλυτώνω, ξεφεύγω.