ξεφεύγω
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Greek Monolingual
1. κατορθώνω να διαφύγω από κάποιον που μέ καταδιώκει ή να αποφύγω κάτι που μέ βασανίζει, γλυτώνω από κάποιον ή από κάτι
2. περνώ απαρατήρητος, δεν επισημαίνομαι («ξέφυγε ένα σοβαρό λάθος στο κείμενο»)
3. αλλάζω θέμα συζήτησης με επιτήδειο τρόπο, υπεκφεύγω
4. εκτρέπομαι από το θέμα μου («ο ομιλητής ξέφυγε πολύ από το θέμα του»)
5. φρ. «μού ξεφεύγει»
α) ξεχνώ κάτι, δεν μπορώ να το θυμηθώ τη στιγμή που το χρειάζομαι («ξέρω το όνομά του, αλλά τώρα μού ξεφεύγει»)
β) κάνω κάτι χωρίς να το θέλω («μού ξέφυγε μια βρυσιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φεύγω (παρατ. ἐξ-έφευγα), βλ. και λ. ξ(ε)-].