(λῶπος) = λωποδυτέω, S.Fr.1021.
despojar s. cont., S.Fr.1021.
[Seite 314] Soph. frg. 844, = λωποδυτέω, nach Poll. 7, 43.
ἀπολωπίζω: (λῶπος) = λωποδυτέω, Σοφ. Ἀποσπ. 844 (κατὰ τὸν Πολυδ. Ζ΄, 44· ἀλλὰ πρβλ. ἐκλωπίζω).
ἀπολωπίζω (Α) λωπίζωγδύνω, κατακλέβω.