γδύνω

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω
2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τον απογυμνώνω
3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά
4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ' τη θήκη
II. γδύνομαι
βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ' αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω < αρχ. εκδύνω, ιων. τ. του εκδύω].