Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω
2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τον απογυμνώνω
3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά
4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ' τη θήκη
II. γδύνομαι
βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ' αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω < αρχ. εκδύνω, ιων. τ. του εκδύω].