give as a share, J.AJ18.8.7.
conceder, asignar ὀλίγον I.AI 18.293.
[Seite 315] Anteil nehmen lassen, Ios.
ἀπομοιράομαι: ἀποθ. δίδω ὡς μερίδιον, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18, 8. 7: ― ὡσαύτως -άζω, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 727· -ίζω, Ἀριστέας.