ἀπομύω

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ], shut the eyes close: hence, die, Call.Epigr. 41.

Spanish (DGE)

1 cerrar los ojos a ref. a lo espiritual o místico τὰς ἀγαθοπτικὰς δυνάμεις Dion.Ar.DN M.3.725C, τὰς γνωστικὰς ἀντιλήψεις Dion.Ar.Myst.M.3.1001A
cerrar πρὸς τὸ ... θεῖον ... φῶς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπομύσαντες Gr.Nyss.M.46.1180B.
2 fig. marchitar τὰς βλάστας διὰ τὴν ἁμαρτίαν Meth.Symp.10.5 (127.23).

German (Pape)

[Seite 316] zuschließen, bes. die Augen schließen, sterben, Callim. 45 (VII, 728).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομύω: μέλλ. -ύσω [ῡ], κλείω τοὺς ὀφθαλμούς, ἀποθνήσκω, Καλλ. Ἐπιγρ. 41.