ἀπονέμησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, ἀπονέμω)
A distribution, M.Ant.8.6, Porph. Sent.40, Hierocl.in CA7p.430M.
II branch, Gal.4.565, Orib. 22.2.6, cf. 8.62.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 distribución M.Ant.8.6, Porph.Sent.40, Hierocl.in CA 7.12.
2 ramificación de una arteria, Gal.4.565.

German (Pape)

[Seite 316] ἡ, das Ab-, Verteilen.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
attribution, partage.
Étymologie: ἀπονέμω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέμησις: -εως, ἡ, (ἀπονέμω) διανομή, Μ. Ἀντων. 8. 6. ΙΙ. διακλάδωσις, καθ’ ὅλον δὲ τὸν πνεύμονα ταύτης (δηλ. τῆς τραχείας ἀρτηρίας) ἀπονεμήσεις πολλαὶ Γαλην. 4, σ. 147.