ἀποξενίζω

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξενίζω: μέλλ. -ίσω, = ἀποξενόω, ἀποξενίζειν τὸ πνεῦμα ἀπὸ τοῦ υἱοῦ Ἀθανάσ. πρὸς Σεραπ. 1. σ. 182.

Spanish (DGE)

disociar, separar (πνεῦμα) ἀπὸ τοῦ ψἱοῦ Ath.Al.M.26.552B.

Greek Monolingual

ἀποξενίζω (Α)
αποξενώνω.

German (Pape)

ἀποξενιτεύω ?