αποξενώνω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
(ἀποξενώνω, AM ἀποξενῶ, -όω)
απομακρύνω κάποιον και τον θεωρώ ξένο
νεοελλ.
αποστερώ κάποιον από δικαιώματα του
μσν.- νεοελλ.
(-ομαι) παύω να έχω σχέση με κάτι
μσν.
χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ
αρχ.
1. εξορίζω κάποιον
2. υποστηρίζω ότι κάτι δεν ανήκει σε κάποιον
3. καταδικάζομαι ως ξένος ο οποίος δεν έχει νόμιμα τα δικαιώματα του πολίτη.