ἀπορραντήριον
English (LSJ)
τό, (ἀπορραίνω) a vessel for sprinkling with holy water, E.Ion435, IG1.143, al.
Spanish (DGE)
-ου, τό
aspersorio para el agua sagrada E.Io 435, ἀ. ἀργυρōν IG 13.317.5, 318.13, 319.19, 320.27 (V a.C.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase d'eau lustrale.
Étymologie: ἀπορραίνω.
German (Pape)
τό, Weihkessel, woraus man sich mit geweihtem Wasser besprengte, Eur. Ion. 435.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορραντήριον: τό культ. кропильница Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορραντήριον: τό, (ἀπορραίνω) ἀγγεῖον πρὸς ῥαντισμὸν ἡγιασμένου ὕδατος, Εὐρ. Ἴων 435, Συλλογ. Ἐπιγρ. 137, 10, 141.
Greek Monolingual
ἀπορραντήριον, το (Α)
αγγείο που χρησιμοποιείται για ράντισμα με αγιασμένο νερό.
Greek Monotonic
ἀπορραντήριον: τό (ἀπορραίνω), αγγείο που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο νερό, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἀπορραίνω
a vessel for sprinkling with holy water, Eur.