ἀπορύσσω

English (LSJ)

refodio, Glossaria.

Spanish (DGE)

desenterrar βραχὺ τῆς ῥίζης Gp.5.36.1, lat. refodio, Gloss.2.239.

German (Pape)

[Seite 323] abgraben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορύσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, σκάπτω ὀρύγματα, Γλωσσ.