ἀποσαφηνίζω

English (LSJ)

= ἀποσαφέω (clarify, make clear, indicate, specify), Luc.JTr.27.

Spanish (DGE)

aclarar ὅ τι βούλεται Luc.ITr.27 (cód.).

German (Pape)

[Seite 323] dasselbe, Luc. Iov. Tr. 27 v.l.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσᾰφηνίζω: Luc. = ἀποσαφέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσᾰφηνίζω: τῷ προηγ., Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 27.

Greek Monolingual

ἀποσαφηνίζω κ. -σαφῶ, -έω)
κάνω κάτι τελείως σαφές, διευκρινίζω.