ἀποσκυβάλισις
English (LSJ)
v. ἀποσκυβαλίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
deyección ἡ ἔκκρισις καὶ ἀ. τοῦ πάτου Sch.Ar.Pl.1184.
German (Pape)
[Seite 325] ἡ, verächtliche Behandlung.
v. ἀποσκυβαλίζω.
-εως, ἡ
deyección ἡ ἔκκρισις καὶ ἀ. τοῦ πάτου Sch.Ar.Pl.1184.
[Seite 325] ἡ, verächtliche Behandlung.