ἀποσκυβαλίζω

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκῠβᾰλίζω Medium diacritics: ἀποσκυβαλίζω Low diacritics: αποσκυβαλίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΥΒΑΛΙΖΩ
Transliteration A: aposkybalízō Transliteration B: aposkybalizō Transliteration C: aposkyvalizo Beta Code: a)poskubali/zw

English (LSJ)

treat as vile refuse, Sch.Pi.P.3.22; pollute a tomb, prob. in CIG3927 (Hierapolis):—Pass., to be cast forth as excrement, Epict.Gnom.19:—hence substantive ἀποσκυβάλισις, εως, ἡ, Sch.Ar.Pl.1184.

Spanish (DGE)

rechazar, despreciar τὰ περιττά Synes.Calu.7, ἡμᾶς Gr.Naz.Ep.88, cf. Sch.Pi.P.3.22a
ensuciar una tumba IAlt.Hierap.338.6
en v. med. arrojar como desecho alimentos, Epict.Gnom.19.

German (Pape)

[Seite 325] die Spreu davon thun, wegwerfen, Synes.; auch übertr., Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκῠβᾰλίζω: μέλλ. - ίσω, θεωρῶ τι ὡς σκύβαλον καὶ ἑπομένως ἀπορρίπτω αὐτό, Μελέτ. ἐν Ἀν Ὀξ. τ. 3. σ. 95, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 7. 22, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3927: - ἀποσκυβάλισις, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1185.

Greek Monolingual

ἀποσκυβαλίζω (Α)
ξεχωρίζω τα σκύβαλα από το στάρι, θεωρώ κάτι άχρηστο και το πετώ.