ἀποστραβόομαι

English (LSJ)

Pass., become squinting, Sor. 1.106.

Spanish (DGE)

quedarse, volverse bizco ὑπὸ τοῦ πλείονος φωτὸς ... ἀποστραβοῦσθαι Sor.80.27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστρᾰβόομαι: παθ. γίνομαι στραβός, ἢ ἰλλός, παραβλώψ, «ἀλλοίθωρος», Σωρανὸς π. Γυναικ. Παθ. σ.192, 4.