ἀποστρυθάομαι
English (LSJ)
Spanish (DGE)
dud. quizá romper, deteriorar μηδένα ἀποστρυθε͂σται· αἰ δέ κα ἀποστρυ[θ] ε͂ται, ἀϝάταται IG 5(1).1155.2 (Gition, Laconia V a.C.).
dud. quizá romper, deteriorar μηδένα ἀποστρυθε͂σται· αἰ δέ κα ἀποστρυ[θ] ε͂ται, ἀϝάταται IG 5(1).1155.2 (Gition, Laconia V a.C.).