ἀποσυμβουλεύω

English (LSJ)

A dissuade, τινὶ ποιεῖν τι Arr.Epict.1.23.3, cf. Phalar.Ep.58.
II metaph., divert, of a stream of blood meeting another, ἀ. τῷ ἐπιρρέοντι Hp.Loc.Hom.3.

Spanish (DGE)

1 disuadir c. dat. e inf. διὰ τί ἀποσυμβουλεύεις τῷ σοφῷ τεκνοτροφεῖν; Arr.Epict.1.23.3.
2 fig. confluir, toparse τὸ δ' (αἷμα) ἀποτρεπόμενον ἀποσυμβουλεύει τῷ ἐπιρρέοντι la (sangre) que va de vuelta va a confluir con la que viene de arriba Hp.Loc.Hom.3.

German (Pape)

[Seite 328] abrathen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσυμβουλεύω: συμβουλεύω τινὰ νὰ ἀπέχηται ἀπό τινος, ἀποτρέπω, τινὶ ποιεῖν τι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 23, 3.

Greek Monolingual

ἀποσυμβουλεύω (Α)
1. μεταπείθω
2. μεταστρέφω.