ἀποτιννύω

English (LSJ)

v. ἀποτίνυμι, LXX Ge. 31.39, al., Ph. 2.596; ἀποτειννυέτω PAvrom. 1 A 26; — for Med. v. ἀποτίνω II. 1.

Spanish (DGE)

pagar, indemnizar αὐτὰ ἑπταπλάσιον LXX Si.20.12, ἃ οὐχ ἥρπασα, τότε ἀπετίννυον LXX Ps.68.5, cf. Ph.2.596, I.AI 8.148, 12.146 (ambas var.)
abs. ἐγὼ ἀπετίννυον παρ' ἐμαυτοῦ yo indemnicé de lo mío propio LXX Ge.31.39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτιννύω: ἀποτίνω, Ἑβδ.: - ὡσαύτως ἀποτίννυμι, ἐν τῷ ἀπαρ. -τιννύναι, μετοχ. -τιννύντες, Θεμίστ. 289C, 40D, -τιννύτω, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 4. 8, 36.