ἀποτροπία

English (LSJ)

Ep. ἀποτροπίη, act of averting, ἡ, poet. for ἀποτροπή 1, οὐ γάρ τις ἀ. θανάτοιο A.R.4.1504.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη A.R.4.1504, IStratonikeia 543.16 (Lagina III/II a.C.)
1 alejamiento, detención, conjuro θανάτοιο A.R.l.c., τῆς ἀθεμίτου ἐργασίας Epiph.Const.Haer.63.3.
2 desvío, inaccesibilidad de una divinidad IStratonikeia l.c.

German (Pape)

[Seite 332] ἡ, dasselbe, θανάτοιο Ap. Rh. 4, 1504.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτροπία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1504.