ἀποφενακίζω

English (LSJ)

delude, mock, Men.Prot.p.90 D.

Spanish (DGE)

engañar, burlar ἐφυβρίζων τε ἐς αὐτοὺς καὶ ἀποφενακίζων Men.Prot.p.90.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφενᾱκίζω: φενακίζω, μυκτηρίζω, Μενάνδρ. Ἀποσπ. σ. 404.