ἀποφοίτησις

English (LSJ)

χωρισμός, ἀναχώρησις, Hsch.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 partida, marcha de esta vida, Meth.Res.3.18 (p.415.2)
separación ἀπὸ τῶν θεῶν Procl.Phil.Chal.5, χωρισμός. ἀναχώρησις Hsch.
2 distanciamiento doctrinal τῶν ἐντολῶν Dion.Ar.EH M.3.561A, ἐκ τοῦ καλοῦ Cyr.Al.M.77.1121D.

German (Pape)

[Seite 335] ἡ, das Weggehen, Scheiden, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφοίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀποφοιτᾶν, ἀπέρχεσθαι, ἀναχώρησις, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2 .σ. 377D: - Ἐπιθ. -φοιτος, ον, ὁ ἀποφοιτήσας, ὁ ἀποχωρισθείς, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. σ. 84.