ἀπούρησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, making water, ib.30.6, Sor.1.66, Ruf. ap. Aët.11.29, Aret.SD2.3.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
micción διὰ τὰς ἀπουρήσεις ἀποκρίνεσθαι εἰς τὸ ἐκτός Anon.Lond.30.6, cf. Sor.50.15, Ruf.Ren.Ves.113.16, προθυμίη ἀπουρήσιος Aret.SD 2.3.5.

German (Pape)

[Seite 333] ἡ, das Urinlassen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπούρησις: -εως, ἡ, τὸ οὐρεῖν, κατούρημα, Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.