ἀπρεπώδης

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρεπώδης: -ες, = ἀπρεπής, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 937D.

Spanish (DGE)

-ες
indigno, impropio subst. ἐν τοῖς ἀπρεπωδεστάτοις Epiph.Const.Haer.76.20.3.