indigno
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Latin > German (Georges)
indigno, āvī, āre (indignus), entwürdigen, me indignavit condignatio tua (deine Würdigung), Acta martyr. S. Didymi 4.
Spanish > Greek
ἄδοξος, ἀεικέλιος, αἰκέλιος, ἀϊκής, ἀνάξιος, ἀπάξιος, ἀπρεπής, ἀπρεπώδης, ἄσεμνος, ἀσύφηλος, ἀσχήμων, ἀτίμητος, ἄτιμος, ἀφιλότιμος, ἀχρεῖος, δυσπρεπής, δυσπρόσοπτος